- ψευτοσοφός
- -ή, -όο ψεύτικος σοφός, αυτός που παρουσιάζεται ως σοφός αλλά δεν είναι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευτοσοφός — ή, ό, Ν αυτός που παριστάνει τον σοφό, ενώ δεν είναι, που επιδεικνύει ανύπαρκτη σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + σοφός] … Dictionary of Greek
ψευτοσοφία — η, Ν [ψευτοσοφός] ψεύτικη σοφία, ρηχή πολυμάθεια, επίδειξη γνώσεων από αδαή … Dictionary of Greek